- ακροκέραμος
- ακροκέραμος, ο και ακροκέραμο, τοδιακοσμητικό κεραμίδι, που τοποθετείται όρθιο στις άκριες της στέγης ή στις γωνιές των αετωμάτων, συνήθως με ανάγλυφες παραστάσεις: Τα ακροκέραμα σήμερα έχουν γίνει κάτι το σπάνιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.